- ἐργόχειρα
- ἐργόχειρονmanual labourneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κεφαλονιάς — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1962 και άρχισε να λειτουργεί το 1969, στο ισόγειο της Κοργιαλένειου Βιβλιοθήκης, η οποία ξαναχτίστηκε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του παλαιού κτιρίου από τους σεισμούς του 1953. Η πλούσια συλλογή του από αρχειακά και… … Dictionary of Greek
SELLULARII Opifices — qui dicantur, notum. Eos sub rumultus Gallici famam ad bellum excitos, Liv. memorat l. 8. c. 20. Consules novi comparare inter se provincias iussi: et Mamercinus, cui Gallicum bellum obvenerat, scribere exercitum sine ulla vacationis venia, quin… … Hofmann J. Lexicon universale
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βιτάλιος — I (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Αντιοχείας. Οπαδός του Απολλινάριου, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αντιόχεια και γι’ αυτό χειροτονήθηκε ιερέας. Το 375 πήγε στη Ρώμη και επέδωσε στον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο ομολογία πίστης, η οποία, αν και περιείχε … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σαντορίνης Εμμανουήλ Λιγνού — Το Λαογραφικό Μουσείο Σαντορίνης ιδρύθηκε το 1974 από το δικηγόρο και δημοσιογράφο Εμμανουήλ Α. Λιγνό. Η συλλογή του στεγάζεται σε ένα υπόσκαφο σπίτι που χτίστηκε το 1861. Τα αντικείμενα που αποτελούν αυτή τη συλλογή εκτίθενται στους έξι… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σίφνου — Το Λαογραφικό Μουσείο της Απολλωνίας ιδρύθηκε το 1970 από το Σύνδεσμο Σιφνίων της Αθήνας. Στεγάζεται σ’ ένα λιτό παραδοσιακό κτίριο, το οποίο έχει μια εντυπωσιακή καμάρα στην είσοδο. Η συλλογή του μουσείου, που αναπτύσσεται σε δύο καλαίσθητες… … Dictionary of Greek
διαφυλάγω — και διαφυλάσσω διαφύλαξα, διαφυλάχτηκα, διαφυλαγμένος, διατηρώ κάτι προσεχτικά και ακέραιο: Διαφύλαξα όλα τα εργόχειρα της μητέρας μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)